ουρηθρίτιδα

ουρηθρίτιδα
η
ιατρ. βακτηριακή ή ιογενής μόλυνση και φλεγμονή τής ουρήθρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. urethritis (< ουρήθρα + επίθημα -ίτιδα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κερατίτιδα — I (Ceratites). Γένος διπτέρων εντόμων της οικογένειας των μυϊδών. Περιλαμβάνει μεγάλες μύγες, με ωραίους χρωματισμούς και πλατιά φτερά. Στο γένος ανήκουν περίπου 15 είδη, από τα οποία γνωστότερο είναι η κ. η ισπανική, με μεγάλο στρογγυλό και… …   Dictionary of Greek

  • ουρήθρα — (Ανατ.). Πόρος ή σωλήνας, από τον οποίο αποβάλλονται τα ούρα, που βρίσκονται στην ουροδόχο κύστη. Στους άντρες, από την ο. αποβάλλεται και το σπέρμα. Στους άντρες εξάλλου η ουρήθρα αρχίζει από το στόμιο της κύστης, περνά από τον προστάτη αδένα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”